σεφέρι

σεφέρι
το
(λ. τουρκ.)
1. εκδρομή, ταξίδι.
2. εκστρατεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σεφέρι — το, Ν 1. εκστρατευτικό στρατιωτικό σώμα («νά ρθει ο Μόσκοβος να φέρει το σεφέρι», δημ. τραγούδι) 2. συνεκδ. α) εκστρατεία, πόλεμος β) εκδρομή, ταξίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sefer] …   Dictionary of Greek

  • Διονύσιος ο Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος — (Παραμυθιά; 1540; – Ιωάννινα 1611). Μητροπολίτης Λαρίσης και εθνομάρτυρας. Δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για την καταγωγή και για τα νεανικά του χρόνια. Εκτιμάται πάντως ότι σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Ιταλία. Αργότερα βρέθηκε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”